«ΚΑΓΚΕΛΑ,ΚΑΓΚΕΛΑ,ΚΑΓΚΕΛΑ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ…»


Του Σήφη Φανουράκη

                                            
Σύμφωνα με τον Σωκράτη «το καλόν συμπίπτει με το αγαθόν, ενώ αμφότερα συμπίπτουν με το ωφέλιμον».
Είναι σαφές ότι για τον Σωκράτη, η Αισθητική (το κάλλος, το καλόν) και η Ηθική (το αγαθόν) συμπληρώνονται από το ωφέλιμον, ενώ και τα τρία μαζί συνιστούν αυτό που κοινά λέμε «Αισθητικό».



Άλλωστε στην αρχαιότητα, το κάλλος, το αγαθόν και το ωφέλιμον, μέσα στην απλότητα, στο απέριττο, πραγματώθηκε η πιο υψηλή έκφραση της ισορροπίας του Απολλώνιου και Διονυσιακού στοιχείου που απεικονίζονται στον πολιτισμό του Παρθενώνα, ο οποίος μνημονεύεται και από τον Περικλή με εκείνο το : «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ΄ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας».
Στην πόλη του Ηρακλείου ό,τι απόμεινε από την ιστορία της και τη συλλογική μνήμη της, κατεδαφίζεται καθημερινά, στα πλαίσια μιας γενικότερης κοινωνικής κατεδάφισης και αλλοιώνεται το «πρόσωπό της». Κάθε μέρα η Δημοτική Αρχή προσπαθεί να προστατεύσει από «αόρατους και ορατούς εχθρούς» με κάγκελα στα τείχη και στο ισόγειο της  Λότζια ( σε λίγο καιρό θα τοποθετηθούν), με κακόγουστες εφήμερες γιορτινές κατασκευές στην πλατεία Ελευθερίας, για τις οποίες δεν έχει έγκριση από κανένα φορέα που προστατεύει αυτή την πόλη και από τις οποίες υποθέτω θάχει κάποιο οικονομικό όφελος, με την ενοικίαση του δημόσιου χώρου και την μετατροπή των πεζόδρομων σε τραπεζόδρομους.



Έτσι, σταδιακά στην πόλη συμβαίνει αυτό που εύστοχα μας τραγουδά ο Πανούσης : «Κάγκελα, κάγκελα, παντού και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού», το οποίο έχει πλέον καταστεί  ιδεοληψία κεκαλυμμένη από έννοιες της ασφάλειας, του εφήμερου και μιας «ιδιότυπης αισθητικής αντίληψης» τύπου Αβραμόπουλου, που γέμισε την Αθήνα με κάγκελα.    
Προφανώς τα κάγκελα στην Μποφόρ προστατεύουν από τον εχθρό «της απροσεξίας» των νέων που συχνάζουν τα Σαββατόβραδα και τα κάγκελα στην Λότζια θα προστατεύουν το κτήριο από τους μόνιμους εχθρούς, τους νέους που χρησιμοποιούν το χώρο, που τους ονομάζουν και «αναρχικούς».
                                                   
Δεν φαίνεται όμως να προστατεύεται ο Δημόσιος χώρος, από τα πλαστικά «σκηνικά ομοιώματα» (τέντες, πλαστικά, επιγραφές, διαχωριστικές κατασκευές hai -tech ) μπροστά στα κτήρια, ιδιαίτερα στα ιστορικά, και τα οποία  επιβάλουν μια ριζοσπαστική «απολιτιστικοποίηση» του ιστορικού χώρου. Και κάπως έτσι, η ποιότητα της αστικής ζωής υποθηκεύεται από το εμπόρευμα και τον καταναλωτισμό και από την δράση των οικονομικών ομάδων.


Αν θέλει κάποιος να επιμερίσει ευθύνες θα πρέπει η γνωρίζει ότι, από την πλευρά τoυ Δήμου  λειτουργεί ο φόβος του «πολιτικού κόστους». Από την πλευρά όλων των τεχνικών λειτουργεί μια άκρατη «επιθετικότητα» σε ότι προστατεύεται, στο όνομα της εμπορευματοποίησης. Από την πλευρά της «αγοράς» λειτουργεί η προάσπιση των συμφερόντων της με κάθε κόστος. Από την πλευρά των δημοσίων λειτουργών εμφανίζεται μια «δειλία» στο να προστατεύσουν την ιστορία του ιστορικού κτισμένου περιβάλλοντος.

Ο συνδυασμός αυτής της κοινωνικής «παθολογίας» ευνοεί την επιβίωση μιας εφήμερης ασημαντότητας του κτισμένου περιβάλλοντος που μας περιβάλλει.



Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας